μασκάρεμα
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Greek Monolingual
το μασκαρεύω
το να γίνεται κάποιος μασκαράς, μεταμφίεση
νεοελλ.
γελοιοποίηση, μασκαραλίκι, ρεζιλίκι.