μασκαραλίκι
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
το
1. πράξη που αρμόζει σε μασκαρά
2. μτφ. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ρεζιλίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μασκαράς (I) + κατάλ. -λίκι].