μελανόμορφος

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει μαύρη μορφή, μαύρη όψη, μελανός
2. φρ. αρχαιολ. α) «μελανόμορφος ρυθμός»
(στην αγγειογραφία) ο ρυθμός κατά τον οποίο οι ζωγραφισμένες παραστάσεις στην επιφάνεια ενός αγγείου αποδίδονταν με μαύρο χρώμα πάνω στο ερυθρό φόντο, σε αντιδιαστολή προς τον ερυθρόμορφο
β) «μελανόμορφα αγγεία» — αγγεία μελανόμορφου ρυθμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανός + -μορφος (< μορφή). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Αριστομ. Προβελέγγιο].