μελανόμορφος
From LSJ
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει μαύρη μορφή, μαύρη όψη, μελανός
2. φρ. αρχαιολ. α) «μελανόμορφος ρυθμός»
(στην αγγειογραφία) ο ρυθμός κατά τον οποίο οι ζωγραφισμένες παραστάσεις στην επιφάνεια ενός αγγείου αποδίδονταν με μαύρο χρώμα πάνω στο ερυθρό φόντο, σε αντιδιαστολή προς τον ερυθρόμορφο
β) «μελανόμορφα αγγεία» — αγγεία μελανόμορφου ρυθμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανός + -μορφος (< μορφή). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Αριστομ. Προβελέγγιο].