μενέκτυπος

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενέκτῠπος Medium diacritics: μενέκτυπος Low diacritics: μενέκτυπος Capitals: ΜΕΝΕΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: menéktypos Transliteration B: menektypos Transliteration C: menektypos Beta Code: mene/ktupos

English (LSJ)

ον,

   A steadfast in the battle-din, B.16.1, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 132] = μενέδουπος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μενέκτῠπος: -ον, «ὁ μὴ ψοφοδεὴς» Ἡσύχ., μενέκτυπον Θησέα Βακχυλ. XVI [XVII], 1.

Greek Monolingual

μενέκτυπος, -ον (Α)
αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο της μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + κτύπος (πρβλ. αρματό-κτυπος, βαρύ-κτυπος)].