μέσκος

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέσκος Medium diacritics: μέσκος Low diacritics: μέσκος Capitals: ΜΕΣΚΟΣ
Transliteration A: méskos Transliteration B: meskos Transliteration C: meskos Beta Code: me/skos

English (LSJ)

ὁ,

   A = κῴδιον, Nic.Fr.119.

Greek (Liddell-Scott)

μέσκος: «κώδιον, δέρμα, Νίκανδρος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μέσκος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κώδιον, δέρμα, Νίκανδρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αραμ. meškā, ακαδ. mašku, αρχ. περσ. maškā «δέρμα, φλοιός»). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. του πέσκος].