μέσκος
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
English (LSJ)
ὁ,
A = κῴδιον, Nic.Fr.119.
Greek (Liddell-Scott)
μέσκος: «κώδιον, δέρμα, Νίκανδρος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μέσκος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κώδιον, δέρμα, Νίκανδρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αραμ. meškā, ακαδ. mašku, αρχ. περσ. maškā «δέρμα, φλοιός»). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. του πέσκος].