μεταρρύθμιση
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
η (ΑΜ μεταρρύθμισις) μεταρρυθμίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταρρυθμίζω, τροποποίηση, μετασχηματισμός, αναδιοργάνωση, αναμόρφωση, ανάπλαση προς το καλύτερο («εκπαιδευτική μεταρρύθμιση»)
νεοελλ.
ως κύριο όν. εκκλ. η Μεταρρύθμιση
η οργανωμένη κίνηση για την εξυγίανση και την ανανέωση του εκκλησιαστικού βίου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κατά τον 16ο αιώνα με επικεφαλής τους Μαρτίνο Λούθηρο, Ιωάννη Καλβίνο, Ούλριχ Ζβίγγλιο κ.ά., η οποία, έπειτα από μακροχρόνιους αγώνες, κατέληξε στη διαίρεση της Δυτικής Εκκλησίας με τη διαμόρφωση τών διαφόρων Προτεσταντικών Εκκλησιών ή Ομολογιών, αλλ. Προτεσταντισμός.