μεταπράτης
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ,
A one who re-sells, Sch.Ptol. Tetr.151, Suid. s.v. μετάβολοι.
German (Pape)
[Seite 153] ὁ, der Wiederverkäufer, Höker, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ εἰς μικρὰς ποσότητας πωλῶν, Σουΐδ.· ὡσαύτως παλιμπράτης.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μεταπράτης) μεταπιπράσκω
1. λειανοπωλητής
2. μεταπωλητής («οι μεταπράτες κερδίζουν αρκετά με τις αυξήσεις τών τιμών»).