μηδέπω
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
Adv.
A nor as yet, not as yet, Id.Pr.741, Pers.435, etc.
German (Pape)
[Seite 170] und noch nicht, auch noch nicht, noch nicht einmal; εὖ νῦν τόδ' ἴσθι μηδέπω μεσοῦν κακόν, Aesch. Pers. 427, vgl. Prom. 742; Xen. Cyr. 1, 3, 8.
Greek (Liddell-Scott)
μηδέπω: ἐπίρρ., ὄχι ἀκόμη, εἶναι δόκει σοι μηδέπω ’ν προοιμίοις, μηδὲ εἰς τὰ προοίμια ἀκόμη, Αἰσχύλ. Πρ. 741, Πέρσ. 435. κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
pas encore, pas une fois.
Étymologie: μηδέ, πώ.
English (Strong)
from μηδέ and -πω; not even yet: not yet.
Greek Monolingual
μηδέπω (Α)
επιρρ.) (εντονότερο του μήπω) όχι ακόμη («ἴσθι μηδέπω μεσοῡν κακόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + μόριο πω «ακόμη, ποτέ»].