μίσσα
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
και μίσα, η (Μ μίσσα
νεοελλ.
μουσ. λειτουργία, είδος συμφωνικής θρησκευτικής μουσικής σύνθεσης
μσν.
1. απόλυση
2. η λειτουργία τών καθολικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. missa (< mitto «αφήνω, απολύω»)].