ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
ο, θηλ. -ισσα, ουδ. -ικο και -άκι1. παιδί του δρόμου, αλήτης, αλάνι, μάγκας, χαμίνι2. (γενικά) άνθρωπος τιποτένιος3. βωμολόχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Από συγκοπή του ιταλ. beccamorti «τυμβωρύχος»].