ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Full diacritics: μυιϊκός | Medium diacritics: μυιϊκός | Low diacritics: μυιϊκός | Capitals: ΜΥΙΪΚΟΣ |
Transliteration A: myiïkós | Transliteration B: muiikos | Transliteration C: myiikos | Beta Code: muii+ko/s |
ή, όν,
A of or belonging to a fly, Gloss.
[Seite 216] von der Fliege, Sp.
μυιϊκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μυίαν, Γλωσσ.
μυιϊκός, -ή, -όν (Α) μυία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μύγα.