ναστία

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

η
βοτ. χαρακτηριστική κίνηση τών οργάνων ενός φυτού η οποία προκαλείται υπό την επίδραση διαφόρων εξωτερικών παραγόντων, της οποίας όμως ο προσανατολισμός είναι ανεξάρτητος από τον παράγοντα που τήν προκαλεί και από την αύξηση του φυτού -σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει κατά τον τροπισμό- και το είδος και η κατεύθυνση της εξαρτώνται από την μορφή του οργάνου, που αντιδρά κινητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nastic (movement) < ναστός < νάσσω «πιέζω, συνθλίβω»].