ναστία
From LSJ
Greek Monolingual
η
βοτ. χαρακτηριστική κίνηση τών οργάνων ενός φυτού η οποία προκαλείται υπό την επίδραση διαφόρων εξωτερικών παραγόντων, της οποίας όμως ο προσανατολισμός είναι ανεξάρτητος από τον παράγοντα που τήν προκαλεί και από την αύξηση του φυτού -σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει κατά τον τροπισμό- και το είδος και η κατεύθυνση της εξαρτώνται από την μορφή του οργάνου, που αντιδρά κινητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nastic (movement) < ναστός < νάσσω «πιέζω, συνθλίβω»].