λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
νυμφοκομῶ, -έω (Α) νυμφοκόμος1. στολίζω νύφη, οδηγώ στο σπίτι νύφη2. ντύνομαι, στολίζομαι σαν νύφη3. καθιστώ κάποιον ώριμο για γάμο.