νυκτουρία

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324

Greek Monolingual

η
ιατρ. αυξημένη παραγωγή και συχνή αποβολή ούρων κατά τη νύχτα, που αποτελεί σύμπτωμα ορισμένων ασθενειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nycturia < νύξ, νυκτός + -ουρία (< ούρα)].