ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
1. διαλέγω το ψαχνό, αφαιρώ από το κόκαλο το ψαχνό και το τρώω
2. μτφ. α) εξετάζω κάτι λεπτομερώς, λεπτολογώ
β) προσπαθώ να αποσπάσω μυστικά από κάποιον με επιτήδειο τρόπο, βολιδοσκοπώ
γ) εξαντλώ κάποιον οικονομικά αποσπώντας του χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + ψαχνό].