ξεψαχνίζω

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

1. διαλέγω το ψαχνό, αφαιρώ από το κόκαλο το ψαχνό και το τρώω
2. μτφ. α) εξετάζω κάτι λεπτομερώς, λεπτολογώ
β) προσπαθώ να αποσπάσω μυστικά από κάποιον με επιτήδειο τρόπο, βολιδοσκοπώ
γ) εξαντλώ κάποιον οικονομικά αποσπώντας του χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + ψαχνό].