μπουρέκι

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

το (Μ [μ]πουρέκι[ον])
νεοελλ.
1. γλύκισμα με φύλλα ζύμης και γέμιση κρέμας
2. φαγητό με φύλλα ζύμης, γεμιστά με τυρί, κρέας και χόρτα
μσν.
είδος πίτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. borek].