Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
το (Μ [μ]πουρέκι[ον])
νεοελλ.
1. γλύκισμα με φύλλα ζύμης και γέμιση κρέμας
2. φαγητό με φύλλα ζύμης, γεμιστά με τυρί, κρέας και χόρτα
μσν.
είδος πίτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. borek].