μυζητής

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυζητής Medium diacritics: μυζητής Low diacritics: μυζητής Capitals: ΜΥΖΗΤΗΣ
Transliteration A: myzētḗs Transliteration B: myzētēs Transliteration C: myzitis Beta Code: muzhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A caterpillar, Sm.Ps.77(78).46.

Greek Monolingual

ο (Α μυζητής) ζωολ.
έντομο ημίπτερο της οικογένειας αφιδίδες επιβλαβές για τα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. μύζω (ΙΙ) «πιπιλίζω, ρουφώ» με επίδραση του μυζώ, πιθ. επειδή το έντομο ρουφά τον χυμό τών φρούτων].