μώριος
From LSJ
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
ἡ,
A = μανδραγόρας ἄρρην, Dsc.4.75.2, Plin.HN25.148. 2 = στρύχνον ὑπνωτικόν, Dsc.4.75.7, Plin.HN21.180. 3 a plant used in philtres, Hsch.
Greek Monolingual
μώριος, ἡ (Α) μωρός
μτγν.
1. το φυτό μανδραγόρας
2. το φυτό στρύχνον το υπνωτικόν
3. (κατά τον Ησύχ.) «πόα τις. ᾗ πρὸς φίλτρα χρῶνται», φυτό, βότανο που χρησιμοποιούν για μάγια.