νέμηση
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Greek Monolingual
η (Α νέμησις, -έως, ιων. γεν. -ιος)
νεοελλ.
(κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα διανομή της περιουσίας του μεταξύ τών κατιόντων του
αρχ.
1. διανομή, μοίρασμα («διαφορᾱς τινος αὐτοῑς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῡ χωρίου», Ισαί.)
2. η περιοχή, το έδαφος
3. διάδοση, εξάπλωση, επέκταση («ἐς τὴν ἐπίσχεσιν τῆς νεμήσιος», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη- του νέμω (πρβλ. νέμημα, νεμητής)
για τη σημ. του τ. βλ. και λ. νέμω.