ναυτολογώ

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

(Α ναυτολογῶ, -έω) ναυτολόγος
νεοελλ.
1. στρατολογώ ναύτες στο πολεμικό ναυτικό
2. προσλαμβάνω ναύτες στο εμπορικό ναυτικό
αρχ.
δέχομαι επιβάτες ή φορτίο στο πλοίο.