ναυτολογώ
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
(Α ναυτολογῶ, -έω) ναυτολόγος
νεοελλ.
1. στρατολογώ ναύτες στο πολεμικό ναυτικό
2. προσλαμβάνω ναύτες στο εμπορικό ναυτικό
αρχ.
δέχομαι επιβάτες ή φορτίο στο πλοίο.