νεωποιός
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
ὁ,
A = νεωποίης, IG22.1678b A14:— Dor. νᾱοποιός Arist.Rh.1374b27, SIG236 B, al. (Delph., iv B.C.), IG 7.3073.4,al. (Lebad.); also in Att. Inscrr. from late iv B.C., ib.22.1678 a A16,20. II (ναῦς) building ships, Poll.1.84.
Greek (Liddell-Scott)
νεωποιός: -όν, (νεὼς) ὁ οἰκοδομῶν ναούς, νεωποίης. ΙΙ. (ναῦς) ναυπηγός, Πολυδ. Α΄, 84.
Greek Monolingual
νεωποιός και δωρ. τ. ναοποιός, ὁ (Α)
1. νεωποίης
2. αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο ναυπηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώς, αττ. τ. του ναός + -ποιός].