γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
ο, η
1. ειδικός παιδαγωγός ο οποίος ασχολείται με την αγωγή παιδιών προσχολικής ηλικίας
2. το θηλ. γυναίκα που επιβλέπει τα παιδιά προσχολικής ηλικίας στο σπίτι, γκουβερνάντα, νταντά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιο + αγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Χασιώτη].