νηπιαγωγός

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

ο, η
1. ειδικός παιδαγωγός ο οποίος ασχολείται με την αγωγή παιδιών προσχολικής ηλικίας
2. το θηλ. γυναίκα που επιβλέπει τα παιδιά προσχολικής ηλικίας στο σπίτι, γκουβερνάντα, νταντά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιο + αγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Χασιώτη].