πατροφονία
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
German (Pape)
[Seite 537] ἡ, Vatermord, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πατροφονία: ἡ, πατροκτονία, Βασίλ. τ. 1, σ. 463Β.
Greek Monolingual
ἡ, Α πατροφόνος
η πατροκτονία, ο φόνος του πατέρα.