παρείσδυση
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
Greek Monolingual
η / παρείσδυσις, -ύσεως ΝΜΑ παρεισδύω
η διείσδυση, η παρείσφρηση
αρχ.
1. άνοιγμα, μέρος που οδηγεί σε είσοδο
2. οπή, ρωγμή
3. τρόπος, μέσο εισόδου
4. υπεκφυγή.