πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
-άωμένω άυπνος, αγρυπνώ, χάνω τον ύπνο μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- με επιτ. σημ. + αγρυπνώ].