ξεβίδωμα
From LSJ
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
Greek Monolingual
το
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεβιδώνω, αφαίρεση ή λασκάρισμα της βίδας
2. υπερβολική κούραση, σωματική εξάντληση
3. μτφ. απώλεια λογικού, παραφροσύνη, τρέλα.