ξεβίδωμα
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
Greek Monolingual
το
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεβιδώνω, αφαίρεση ή λασκάρισμα της βίδας
2. υπερβολική κούραση, σωματική εξάντληση
3. μτφ. απώλεια λογικού, παραφροσύνη, τρέλα.