ξέζωστος

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124

Greek Monolingual

και ξέζουστος, -η, -ο ξεζώνω
1. αυτός που δεν φορά ζώνη ή κάτι άλλο γύρω από τη μέση του
2. (με επιτιμητική σημ.) ασυμμάζευτος.