ξεχαρβάλωμα

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

το ξεχαρβαλώνω
1. άτεχνη ή λόγω παλαιότητας διάλυση ενός αντικειμένου στα μέρη από τα οποία αποτελείται, χάλασμα, εξάρθρωση, αποσύνθεση
2. μτφ. διαταραχή του κανονικού ρυθμού λειτουργίας μιας υπηρεσίας ή ενός οργανισμού, αποδιοργάνωση.