οικοφοβία

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

η; νοσηρός φόβος που έχουν ορισμένα άτομα, ιδίως σεισμόπληκτα, για την παραμονή τους στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -φοβία (< -φόβος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].