ὁμοιόπυκνος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ον,
A of similar density, τῶν ὁ. καὶ ἴσων χαλκῶν ὁ λεπτότερος [ψόφον ὀξύτερον ποιεῖ] Ptol.Harm.1.3.
Greek Monolingual
ὁμοιόπυκνος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια πυκνότητα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + πυκνός.