ονειροπόλημα

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

το (Α ὀνειροπόλημα) ονειροπολώ
νεοελλ.
1. το να αφαιρείται κανείς, να απομακρύνεται από την πραγματικότητα και να αναπολεί παλιές ευχάριστες καταστάσεις ή να πλάθει με τη φαντασία του άλλες, καινούργιες
2. φανταστική οπτασία, ονειροφαντασία, χιμαιρικός πόθος, απραγματοποίητος πόθος, χίμαιρα
αρχ.
όνειρο, ενύπνιο.