οπερέτα
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
Greek Monolingual
η
1. μουσικοθεατρικό έργο παρόμοιο σε δομή με την όπερα, αλλά με ρομαντική συναισθηματική πλοκή διάσπαρτη με τραγούδια, ορχηστρική μουσική και χορευτικές σκηνές, με διάλογο, και, συνήθως, με κωμικό ή με σατιρικό χαρακτήρα
2. (σκωπτ.) α) όμιλος κωμικών προσώπων
β) κωμική υπόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. operetta, υποκορ. του opera].