οπερέτα
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
Greek Monolingual
η
1. μουσικοθεατρικό έργο παρόμοιο σε δομή με την όπερα, αλλά με ρομαντική συναισθηματική πλοκή διάσπαρτη με τραγούδια, ορχηστρική μουσική και χορευτικές σκηνές, με διάλογο, και, συνήθως, με κωμικό ή με σατιρικό χαρακτήρα
2. (σκωπτ.) α) όμιλος κωμικών προσώπων
β) κωμική υπόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. operetta, υποκορ. του opera].