οπωροπράτης
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
Greek Monolingual
ὀπωροπράτης, ὁ (Μ)
οπωροπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. λαχανο-πράτης.