ὁριστός

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁριστός Medium diacritics: ὁριστός Low diacritics: οριστός Capitals: ΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: horistós Transliteration B: horistos Transliteration C: oristos Beta Code: o(risto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A definable, Arist.Metaph. 998b6, Plu.2.720b, A.D.Pron.27.18,al.    2 of land, delimited, Abh. Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene).

Greek (Liddell-Scott)

ὁριστός: -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ δώσῃ τὸν ὁρισμόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, Πλούτ. 2. 720Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
déterminé, défini ; qu’on peut déterminer, définir.
Étymologie: ὁρίζω.

Greek Monolingual

ὁριστός, -ή, -όν (Α) ορίζω
1. αυτός που είναι δεκτικός ορισμού, που μπορεί να οριστεί
2. (για κτήμα) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο.