ὀστεουλκός
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
German (Pape)
[Seite 398] ὁ, eine Zange zum Herausziehen von Knochensplittern, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστεουλκός: ὁ, λαβὶς πρὸς ἐξαγωγὴν θραυσμάτων ὀστοῦ, Ἱππ. (;).
Greek Monolingual
ο (Α ὀστεουλκός)
λαβίδα για τη συγκράτηση και την εξαγωγή θραυσμάτων οστού, η οστεάγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. λιθ-ουλκός, ξιφ-ουλκός].