ούρλιασμα

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365

Greek Monolingual

και ουρλιαχτό, το ουρλιάζω
1. η χαρακτηριστική μακρόσυρτη κραυγή ζώου, σκούξιμο
2. μτφ. (για πρόσ.) άναρθρη κραυγή.