Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
και ουρλιαχτό, το ουρλιάζω1. η χαρακτηριστική μακρόσυρτη κραυγή ζώου, σκούξιμο2. μτφ. (για πρόσ.) άναρθρη κραυγή.