μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
Full diacritics: πᾰλεονυμφάγονος | Medium diacritics: παλεονυμφάγονος | Low diacritics: παλεονυμφάγονος | Capitals: ΠΑΛΕΟΝΥΜΦΑΓΟΝΟΣ |
Transliteration A: paleonymphágonos | Transliteration B: paleonymphagonos | Transliteration C: paleonymfagonos | Beta Code: paleonumfa/gonos |
[φᾱ], ον,
A where nymphs were born of old, ἄντρον ib.120 (-φαιο- Pap.).
παλεονυμφάγονος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο από παλιά γεννώνται νύμφες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλεός (βλ. λ. παλαιός) + νύμφα + -γονος (< γόνος < γίγνομαι)].