παλιόπαιδο
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
Greek Monolingual
το
1. παιδί κακότροπο ή κακής διαγωγής
2. θωπευτική προσφώνηση σε αγαπητό άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + παιδί].