παραβλύζω
From LSJ
ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse
English (LSJ)
A spirt out, disgorge, π. τὸ περιττὸν [τοῦ οἴνου] Anon. ap. Suid.: c. gen. partit., π. τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνῳ Philostr.Im.1.22; κραιπάλης Eun.VSp.462 B.
German (Pape)
[Seite 472] daneben hervorsprudeln lassen, ausspeien, Philostr., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
παραβλύζω: μέλλ. -ύσω, ἀποπτύω, ἐξεμῶ, «εἴ ποτε ἡττηθεὶς οἴνου καὶ παραβλύσας τὸ περιττόν, εἶτα ὕπνου μέτοχος γένοιτο» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. παραβλύσας· μετὰ γεν. διαιρετ., π. τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνῳ Φιλόστρ. 796· πρβλ. ἀποβλύζω.
Greek Monolingual
Α
αποπτύω, εξεμώ, βγάζω από το στόμα («παραβλύζειν τοῡ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + βλύζω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»].