ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
και παραβαραίνω1. βαραίνω, φορτώνω κάτι πάρα πολύ, παραφορτώνω2. προκαλώ μεγάλη ενόχληση σε κάποιον3. (αμτβ.) α) αυξάνομαι υπερβολικά σε βάροςβ) γίνομαι δυσκίνητος ή καταπέφτω.