παραστρατίζω
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
Greek Monolingual
και παραστρατώ και παραστρατάω
1. (μτβ.) εκτρέπω κάποιον από τον ευθύ δρόμο, τον κάνω να βγει από τη στράτα του («το σκοτάδι μάς παραστράτισε»)
2. (αμτβ.) (κυρίως στον τ. παραστρατώ) παρεκκλίνω, εκτρέπομαι από τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι, εκτροχιάζομαι, παίρνω τον κακό δρόμο, παίρνω τον κατήφορο («παραστράτησε από τις κακές συναναστροφές»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.)
α) παραστρατισμένος, -η, -ο
αυτός που υπέστη εκτροπή από τον ευθύ δρόμο, που βγήκε από τη στράτα του
β) παραστρατημένος, -η, -ο
(κυρίως μτφ. με ηθική σημ.) αυτός που πήρε τον κακό δρόμο, που πήρε τον κατήφορο, που έχει διαπράξει βαριά ηθικά παραπτώματα, παραστρατήματα
γ) το θηλ. ως ουσ. παραστρατημένη
ανήθικη, έκφυλη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + στράτα + κατάλ. -ίζω / -ώ].