πατρορραίστης

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρορραίστης Medium diacritics: πατρορραίστης Low diacritics: πατρορραίστης Capitals: ΠΑΤΡΟΡΡΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: patrorraístēs Transliteration B: patrorraistēs Transliteration C: patrorraistis Beta Code: patrorrai/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A parricide, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πατρορραίστης: -ου, ὁ, ὁ πατροκτόνος. - Κατὰ τὸν Σουΐδ.: «ὁ τὸν πατέρα τύπτων».

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) ο πατροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -ρραίστης (< ῥαίω «συντρίβω»), πρβλ. λυκο-ρραίστης].