πληκτρολόγιο
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
Greek Monolingual
το, Ν
1. μουσ. σύνολο πλήκτρων, τα οποία υπό την πίεση τών δακτύλων ενεργοποιούν το καθένα έναν μηχανισμό ώστε να παραχθεί ο ήχος
2. τεχνολ.
σύνολο πλήκτρων σε διάφορες συσκευές τοποθετημένων σε πλαίσιο, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε έναν χαρακτήρα, γράμμα, αριθμητικό ψηφίο ή σύμβολο ή σε μια λειτουργία, λ.χ. αλλαγή αράδας γραφής, επιστροφή κ.ά. (α. «πληκτρολόγιο της γραφομηχανής» β. «το πληκτρολόγιο του ηλεκτρονικού υπολογιστή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήκτρο + -λόγιο].