πλοηγώ

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

-έω, Ν πλοηγός
1. είμαι πλοηγός, εκτελώ το έργο του πλοηγού
2. οδηγώ πλοίο κοντά στις ακτές ή διά μέσου στενών θαλάσσιων διόδων ή εντός λιμένα, κν. πιλοτάρω
3. μτφ. οδηγώ κάποιον και τον βοηθώ να βγει από μια δύσκολη κατάσταση.