πολυήθης

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυήθης Medium diacritics: πολυήθης Low diacritics: πολυήθης Capitals: ΠΟΛΥΗΘΗΣ
Transliteration A: polyḗthēs Transliteration B: polyēthēs Transliteration C: polyithis Beta Code: poluh/qhs

English (LSJ)

ες,

   A taking many characters, versatile, Eust.1381.41.

German (Pape)

[Seite 662] ες, viele Charaktere annehmend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πολυήθης: -ες, ὁ πολλοὺς χαρακτῆρας λαμβάνων, πολύτροπος, Εὐστ. 1381. 41.

Greek Monolingual

-ύηθες, Μ
1. αυτός που αλλάζει συνεχώς χαρακτηριστικά
2. αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη, ιδέες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηθής (< ἦθος, τὸ «συνήθεια, χαρακτήρας»), πρβλ. ευ-ήθης, κακο-ήθης].