πολύκρημνος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκρημνος Medium diacritics: πολύκρημνος Low diacritics: πολύκρημνος Capitals: ΠΟΛΥΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: polýkrēmnos Transliteration B: polykrēmnos Transliteration C: polykrimnos Beta Code: polu/krhmnos

English (LSJ)

ον,

   A with many steeps or mountains, χθών B.1.11, cf. Call.Fr.477.

German (Pape)

[Seite 665] mit vielen steilen Abhängen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρημνος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν κρημνῶν, δύσβατος, ὀρεινός, Φώτ., Ἡσύχ. (πολύκνημος Schm.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για τόπο) αυτός που έχει πολλούς γκρεμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρημνος (< κρημνός «γκρεμός, φαράγγι»), πρβλ. βαθύ-κρημνος, υψί-κρημνος).