προικός

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προικός Medium diacritics: προικός Low diacritics: προικός Capitals: ΠΡΟΙΚΟΣ
Transliteration A: proikós Transliteration B: proikos Transliteration C: proikos Beta Code: proiko/s

English (LSJ)

πονηρός, οἱ δὲ μωρός, Hsch. (leg. πρόκος or πρόκοος);

   A = πτωχός, Id. (leg. προΐκτης).

German (Pape)

[Seite 725] adv., s. προΐξ, wozu es genit. ist. – Als adj. nimmt es Hesych., προικός· πονηρός. οἱ δὲ μωρός. πτωχός.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «πονηρός, οἱ δὲ μωρός»
β) «πτωχός».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. προίκα].